- προβολλεύω
- προβολλεύω, [dialect] Aeol. forA
προβουλεύω 1.2
, IG12(2).526d4 ([place name] Eresos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβουλεύω 1.2
, IG12(2).526d4 ([place name] Eresos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβολλεύω — Α (αιολ. τ.) βλ. προβουλεύω … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek